- οργιαστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οργιαστικός — ή, ό (Α ὀργιαστικός, ή, όν) [οργιάζω] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργια, σε ακολασίες ή σε οργιαστές αρχ. 1. σχετικός με την τελετή τών θρησκευτικών οργίων 2. διεγερτικός … Dictionary of Greek
ὀργιαστικά — ὀργιαστικός of neut nom/voc/acc pl ὀργιαστικά̱ , ὀργιαστικός of fem nom/voc/acc dual ὀργιαστικά̱ , ὀργιαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιαστικόν — ὀργιαστικός of masc acc sg ὀργιαστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλπούργειος — α, ο 1. οργιαστικός 2. φρ. νύχτα οργίων των μαγισσών κατά την παραμονή της γιορτής της Αγίας Βαλπούργης, κατά τις γερμανικές παραδόσεις … Dictionary of Greek
διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… … Dictionary of Greek
διονυσιακός — ή, ό (AM διονυσιακός, ή, όν) [Διονύσια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα Διονύσια νεοελλ. ενθουσιώδης, οργιαστικός αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Διονυσιακά επικά ποιήματα με θέματα από τη μυθολογία τού Διονύσου 2. το ουδ. εν. ως … Dictionary of Greek
κυβέλη — I Θεότητα της Φρυγίας και της Λυδίας κατά την αρχαιότητα, η λατρεία της οποίας εξαπλώθηκε και στον ελλαδικό χώρο. Επρόκειτο για ένα ανώτατο ον θηλυκού γένους, ένα ασιατικό αντίστοιχο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Περιστοιχιζόταν από τον Ουρανό, τον… … Dictionary of Greek
κόρδαξ — Αρχαίος φαλλικός οργιαστικός χορός, ο οποίος μνημονεύεται συχνά στις αττικές κωμωδίες. Φαίνεται πως αρχικά τον χόρευαν στην Πελοπόννησο προς τιμήν της Άρτεμης. * * * κόρδαξ, ὁ (Α) 1. είδος χορού τής αρχαίας κωμωδίας που χαρακτηρίστηκε από τους… … Dictionary of Greek
οργιώδης — ες 1. οργιαστικός 2. φρ. «οργιώδης βλάστηση» ανεπτυγμένη βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < όργια. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Γ. Κ. Στρατήγη] … Dictionary of Greek
Κρόνια — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 26 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Τα Κ. βρίσκονται κοντά στην ακτή της Βοιωτίας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Ανθηδώνος. II Γιορτές προς τιμήν του θεού Κρόνου, που διεξάγονταν σε διάφορες πόλεις κατά την αρχαιότητα.… … Dictionary of Greek